- πολοδείκτης
- ο, Ν(τοπογρ.) όργανο που φέρει μαγνητική πυξίδα και χρησιμεύει για τον προσανατολισμό προς τον μαγνητικό μεσημβρινό και για τη μέτρηση οριζόντιων γωνιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλος + δείκτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στον Σκ. Δ. Βυζάντιο].
Dictionary of Greek. 2013.